Βλαντίμιρ Ναμπόκοβ

Μαθήματα για τη ρωσική λογοτεχνία

Η τέχνη της μετάφρασης

Μετάφραση Ανδρέας Παππάς

Τρία επίπεδα αστοχίας μπορεί κανείς να διακρίνει στον κόσμο της μεταφοράς ενός κειμένου από μια γλώσσα σε μια άλλη. Το πρώτο επίπεδο αφορά προφανή λάθη, οφειλόμενα σε άγνοια ή σε στρεβλή γνώση, τα οποία συγχωρούνται σε τελική ανάλυση. Το επόμενο επίπεδο αφορά περιπτώσεις όπου ο μεταφραστής συνειδητά παραλείπει λέξεις ή και ολόκληρες φράσεις επειδή δυσκολεύεται να τις καταλάβει ή επειδή θεωρεί πως μπορεί να φανούν ακατανόητες ή δυσνόητες στον αναγνώστη. Η τρίτη και χειρότερη περίπτωση είναι όταν ένα αριστούργημα λειαίνεται και «στρογγυλεύεται» ώστε να ανταποκρίνεται στις γλωσσικές και άλλες προδιαθέσεις και προκαταλήψεις ενός ορισμένου αναγνωστικού κοινού. Αυτό είναι αδίκημα, το οποίο θα έπρεπε ίσως να επισύρει ποινές ανάλογες με εκείνες που επιβάλλονται σε περιπτώσεις λογοκλοπής.

Αν εξαιρέσει κανείς τους ανίκανους ποιητές, τους ανόητους και τους συνειδητά απατεώνες (σε αυτή την καθοδική κλίμακα), υπάρχουν τρεις ακόμα – ο αριθμός τρία είναι απλή σύμπτωση – τύποι μεταφραστών: ο λόγιος που θέλει να φανερώσει στη γλώσσα του το έργο μιας ενδεχομένως άγνωστης μεγαλοφυΐας, ο καλών προθέσεων επαγγελματίας που βιοπορίζεται από τις μεταφράσεις και ο επαγγελματίας συγγραφέας που αρέσκεται να αποδίδει στη γλώσσα του έργα αλλοδαπών συναδέλφων του – ενίοτε φίλων του, μάλιστα. Ο λόγιος θα είναι – έτσι θέλω να πιστεύω, τουλάχιστον – ακριβής και σχολαστικός, μην παραλείποντας ποτέ τις κατ’ εκείνον απαραίτητες υποσημειώσεις, και μάλιστα υποσελίδιες. Ο φιλότιμος – και, πολύ συχνά, η φιλότιμη – επαγγελματίας πιθανότατα δεν θα φορτώνει κάθε κείμενο που μεταφράζει – και μεταφράζει πολλά, δουλεύοντας συχνά έως αργά το βράδυ – με υποσημειώσεις όπως ο λόγιος. Ακόμα πάντως κι αν ο λόγιος είναι λιγότερο πιθανό να κάνει κάποιο λάθος απ’ ό,τι ο/η επαγγελματίας, το πρόβλημα είναι ότι, κατά κανόνα τουλάχιστον, και οι δυο τους δεν ξεχειλίζουν από δημιουργικό πνεύμα και έμπνευση · ούτε οι γνώσεις, ούτε η εργατικότητα και η επιμέλεια μπορούν να αναπληρώσουν την έλλειψη φαντασίας και προσωπικού ύφους.

Περνάμε έτσι στον τρίτο τύπο μεταφραστή, τον ποιητή που, μεταξύ της μιας και της άλλης δικής του ποιητικής συλλογής, και με δεδομένο ότι διαθέτει φαντασία και προσωπικό ύφος, ίσως και για να χαλαρώσει ή για να αλλάξει παραστάσεις, μεταφράζει και μερικά ποιήματα του Λέρμοντοφ ή του Βερλαίν. Αν ο ποιητής μας αγνοεί τη γλώσσα-πηγή, θα βασιστεί προφανώς σε κάποια κατά λέξη απόδοση του πρωτοτύπου, την οποία θα κάνει για λογαριασμό του κάποιος λιγότερο εμπνευσμένος πιθανότατα αλλά επαρκής γνώστης του έργου και της γλώσσας του προς μετάφραση ποιητή. Ακόμα κι αν γνωρίζει βέβαια τη γλώσσα-πηγή, ο ποιητής-μεταφραστής δεν θα έχει οπωσδήποτε ούτε τη σχολαστικότητα του λόγου, ούτε την πείρα του επαγγελματία. Το κύριο πρόβλημα, όμως, με τη μετάφρασή του θα είναι πιθανότατα άλλο: ‘Όσο περισσότερο ποιητικό ταλέντο και ποιητικό οίστρο διαθέτει, τόσο πιο επιρρεπής θα είναι να δώσει το δικό του ύφος στα προς μετάφραση ποιήματα· αντί να φορέσει εκείνος το κοστούμι του συγγραφέα τον οποίο μεταφράζει, φοράει το δικό του κοστούμι στον αλλοδαπό «συνάδελφό» του.

Έπειτα απ’ όλα αυτά, μπορούμε να καταλήξουμε ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την καλύτερη δυνατή μετάφραση ενός έργου, και κυρίως ενός αριστουργήματος. Πρώτον, ο μεταφραστής πρέπει να είναι εξίσου ταλαντούχος – ή έστω με ανάλογο τρόπο ταλαντούχος – όσο και ο συγγραφές τον οποίο αποφασίζει να μεταφράσει. Από αυτή την άποψη – αν και μόνο από αυτή – ο Πόε βρήκε τον ιδεώδη σύντροφο στο πρόσωπο του Μποντλαίρ και ο Σίλλερ στο πρόσωπο του Βασίλι Ζουκόφσκι. Δεύτερον, ο μεταφραστής πρέπει να γνωρίζει πολύ καλά τόσο τη γλώσσα-πηγή, όσο και τη γλώσσα-στόχο, και επιπλέον να είναι απολύτως εξοικειωμένος με το έργο του προς μετάφραση συγγραφέα, καθώς και με το κοινωνικό και πολιτισμικό του υπόβαθρο. Τρίτον, εκτός από το ταλέντο, τη γλωσσική επάρκεια και τη γνώση του έργου του προς μετάφραση συγγραφέα, ο μεταφραστής πρέπει να έχει και την απαραίτητη «ταπεινότητα», ώστε να υπηρετεί το έργο του αλλόγλωσσου συναδέλφου του, να αποφεύγει κάθε πειρασμό επίδειξης του δικού του ποιητικού οίστρου, να περιορίζεται στον ρόλο του «διάμεσου» μεταφέροντας στη γλώσσα-στόχο ακόμα και τα υφολογικά «σουσούμια» του συναδέλφου του λογοτέχνη.

Vladimir Nabokov

Lectures on Russian Literature

The Art of Translation

Three grades of evil can be discerned in the queer world of verbal transmigration. The first, and lesser one, comprises obvious errors due to ignorance or misguided knowledge. This is mere human frailty and thus excusable. The next step to Hell is taken by the translator who intentionally skips words or passages that he does not bother to understand or that might seem obscure or obscene to vaguely imagined readers; he accepts the blank look that his dictionary gives him without any qualms; or subjects scholarship to primness: he is as ready to know less than the author as he is to think he knows better. The third, and worst, degree of turpitude is reached when a masterpiece is planished and patted into such a shape, vilely beautified in such a fashion as to conform to the notions and prejudices of a given public. This is a crime, to be punished by the stocks as plagiarists were in the shoebuckle days.

Barring downright deceivers, mild imbeciles and impotent poets, there exist, roughly speaking, three types of translators – and this has nothing to do with my three categories of evil; or, rather, any of the three types may err in a similar way. These three are: the scholar who is eager to make the world appreciate the works of an obscure genius as much as he does himself; the well-meaning hack; and the professional writer relaxing in the company of a foreign confrere. The scholar will be, I hope, exact and pedantic: footnotes — on the same page as the text and not tucked away at the end of the volume— can never be too copious and detailed. The laborious lady translating at the eleventh hour the eleventh volume of somebody’s collected works will be, I am afraid, less exact and less pedantic; but the point is not that the scholar commits fewer blunders than a drudge; the point is that as a rule both he and she are hopelessly devoid of any semblance of creative genius. Neither learning nor diligence can replace imagination and style.

 

Now comes the authentic poet who has the two last assets and who finds relaxation in translating a bit of Lermontov or Verlaine between writing poems of his own. Either he does not know the original language and calmly relies upon the so-called “literal” translation made for him by a far less brilliant but a little more learned person, or else, knowing the language, he lacks the scholar’s precision and the professional translator’s experience. The main drawback, however, in this case is the fact that the greater his individual talent, the more apt he will be to drown the foreign masterpiece under the sparkling ripples of his own personal style. Instead of dressing up like the real author, he dresses up the author as himself.

 

We can deduce now the requirements that a translator must possess in order to be able to give an ideal version of a foreign masterpiece. First of all, he must have as much talent, or at least the same kind of talent, as the author he chooses. In this, though only in this, respect Baudelaire and Poe or Jhukovski and Schiller made ideal playmates. Second, he must know thoroughly the two nations and the two languages involved and be perfectly acquainted with all details relating to his author’s manner and methods; also, with the social background of words, their fashions, history and period associations. This leads to the third point: while having genius and knowledge he must possess the gift of mimicry and be able to act, as it were, the real author’s part by impersonating his tricks of demeanor and speech, his ways and his mind, with the utmost degree of verisimilitude.

Владимир Набоков

Лекции по русской литературе

Искусство перевода

В причудливом мире словесных превращений существует три вида грехов. Первое и самое невинное зло — очевидные ошибки, допущенные по незнанию или непониманию. Это обычная человеческая слабость — и вполне простительная. Следующий шаг в ад делает переводчик, сознательно пропускающий те слова и абзацы, в смысл которых он не потрудился вникнуть или же те, что, по его мнению, могут показаться непонятными или неприличными смутно воображаемому читателю. Он не брезгует самым поверхностным значением слова, которое к его услугам предоставляет словарь, или жертвует ученостью ради мнимой точности: он заранее готов знать меньше автора, считая при этом, что знает больше. Третье — и самое большое — зло в цепи грехопадений настигает переводчика, когда он принимается полировать и приглаживать шедевр, гнусно приукрашивая его, подлаживаясь к вкусам и предрассудкам читателей. За это преступление надо подвергать жесточайшим пыткам, как в средние века за плагиат.

Оставляя в стороне вышеупомянутых врунов, безобидных болванов и беспомощных поэтов, можно выделить три типа переводчиков, не имеющих никакого отношения к трем названным ступеням грехопадения, однако не застрахованных от тех же ошибок. К ним относятся: ученый муж, жаждущий заразить весь мир своей любовью к забытому или неизвестному гению, добросовестный литературный поденщик и, наконец, профессиональный писатель, отдыхающий в обществе иностранного собрата. Ученый муж, можно надеяться, в переводе будет точен и педантичен: сноски он дает на той же странице, что и в оригинале, а не отправляет в конец книги — с его точки зрения они никогда не бывают исчерпывающими и слишком подробными. Боюсь, что трудолюбивая дама, корпящая в одиннадцатом часу ночи над одиннадцатым томом какого-нибудь собрания сочинений, будет куда менее точной и педантичной. Но суть не в том, что ученый делает меньше грубых ошибок, чем труженица. Суть в том, что, как правило, и он и она безнадежно лишены хоть какого-нибудь творческого дара. Ни знание, ни усердие не заменят воображения и стиля.

Но вот за перо берется подлинный поэт, одаренный и тем и другим, и между сочинением собственных стихов находит отдохновение, переводя что-нибудь из Лермонтова или Верлена. Обычно он либо не знает язык подлинника и безмятежно полагается на «подстрочник», сделанный не столь блестящим, но значительно более образованным человеком, либо, зная язык, не обладает педантичностью ученого и опытом профессионального переводчика. В этом случае чем больше его поэтический дар, тем сильнее искрящаяся рябь его красноречия замутняет гениальный подлинник. Вместо того чтобы облечься в одежды автора, он наряжает его в собственные одежды.

Теперь уже можно судить, какими качествами должен быть наделен переводчик, чтобы воссоздать идеальный текст шедевра иностранной литературы. Прежде всего он должен быть столь же талантлив, что и выбранный им автор, либо таланты их должны быть одной природы. В этом и только в этом смысле Бодлер и По или Жуковский и Шиллер идеально подходят друг другу. Во-вторых, переводчик должен прекрасно знать оба народа, оба языка, все детали авторского стиля и метода, происхождение слов и словообразование, исторические аллюзии. Здесь мы подходим к третьему важному свойству: наряду с одаренностью и образованностью он должен обладать способностью к мимикрии, действовать так, словно он и есть истинный автор, воспроизводя его манеру речи и поведения, нравы и мышление с максимальным правдоподобием.

Κατηγορίες: Blog

0 σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *