«Δεν ξέρω κανέναν άλλο συγγραφέα που να έχει καταφέρει τόσα με τη γλώσσα… το γεγονός ότι είναι επίσης ένα πολύ αστείο βιβλίο μπορεί να περάσει απαρατήρητο»
Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ
Το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Άντονι Μπέρτζες είναι αναμφισβήτητα ένα από τα κορυφαία μυθιστορήματα της αγγλικής γλώσσας που γράφτηκαν τον 20ό αιώνα. Πρόκειται για ένα αστείο, φιλοσοφικό και απολαυστικότατο βιβλίο για έναν έξυπνο, σκληρό, χαρισματικό έφηβο Άλεξ, αρχηγό μιας συμμορίας, που κηρύττει τη βία ως υψηλή τέχνη της ζωής, ως είδος ευχαρίστησης, ο οποίος όμως κάποια στιγμή συλλαμβάνεται, φυλακίζεται και σύντομα γίνεται πειραματόζωο, εφόσον θα δοκιμαστούν πάνω του οι καινοτόμες επιστημονικές μέθοδοι πρόληψης της βίας. Μπορεί να σωθεί ο κόσμος από το κακό, στερώντας από έναν άνθρωπο τη θέληση να κάνει πράγματα και μετατρέποντάς τον σε «κουρδιστό πορτοκάλι»; Αυτή η ερώτηση του συγγραφέα προς τον αναγνώστη είναι τόσο επίκαιρη σήμερα, όσο και χθες.
Όμως, εμείς θα σταθούμε σε άλλο εντυπωσιακό στοιχείο αυτού του έργου το οποίο είναι η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο. Ο συγγραφέας προσπάθησε να δημιουργήσει ένα βιβλίο εκτός χρόνου, γι’ αυτό αρνήθηκε εσκεμμένα να χρησιμοποιήσει την αργκό των εφήβων των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60: θα γινόταν ξεπερασμένη σε λίγα χρόνια. Η μόνη λύση ήταν να σκεφτεί κάτι ποιοτικά νέο από γλωσσική άποψη. Και το κατάφερε. Η nadsat (ναντσάτ) είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Άλεξ μιλώντας με τους φίλους του, τους γονείς του, τα θύματα και τους γιατρούς.
Η ονομασία προέρχεται από τα ρωσικά: «nadsat» («надцать») είναι μεταγραφή του ρωσικού «teen», και αντικατοπτρίζει το ότι η γλώσσα ανήκει στη νεανική υποκουλτούρα: οι ομιλητές της ναντσάτ είναι έφηβοι, και στο πρωτότυπο κείμενο αυτοαποκαλούνται «οι ναντσάτοι» (nadsats, δηλαδή teenagers).
Κατά τη δημιουργία της γλώσσας, ο Μπέρτζες, ο οποίος ήταν όχι μόνο συγγραφέας, αλλά και γλωσσολόγος, εστίασε στο λεξιλογικό της επίπεδο, διατηρώντας τη γραμματική της αγγλικής γλώσσας. Συνολικά, στο κείμενο του μυθιστορήματος διακρίνονται 241 επινοημένες λέξεις και εκφράσεις, εκ των οποίων οι 187 είναι ρωσικής προέλευσης, όπως droog (φίλος), litso (πρόσωπο), viddy (βλέπω), pony (καταλαβαίνω), slushat (ακούω), shoom (θόρυβος), zoobies (δόντια), mesto (τόπος), slovo (λέξη) κτλ.
Η ναντσάτ συμπληρώνει την εικόνα του πρωταγωνιστή και των χαρακτήρων του έργου που τον περιβάλλουν. Σε σύγκριση με μια άλλη φανταστική γλώσσα, τη newspeak (τη «νεογλώσσα») του Όργουελ στο «1984», γίνεται σαφές ότι η ναντσάτ του Μπέρτζες έχει άλλο σκοπό. Αν η newspeak είχε σκοπό να δημιουργήσει μια γλωσσολογική εικόνα του ολοκληρωτισμού, η λειτουργία της ναντσάτ είναι πιο συγκεκριμένη: αντιπροσωπεύει την εικόνα του αιώνιου μαξιμαλισμού των νέων, που αναζητούν έναν τρόπο να επιβληθούν και να αυτοπροσδιοριστούν στον παράλογο κόσμο των ενηλίκων.
Ο Μπέρτζες ήταν εντελώς αντίθετος με την προσθήκη γλωσσαρίου στο τέλος του βιβλίου, γιατί θεωρούσε ότι ο αναγνώστης έπρεπε να παιδευτεί με αυτήν τη γλώσσα. Όμως, η ελληνική έκδοση (καταπληκτική μετάφραση του Βασίλη Αθανασιάδη) συμπεριλαμβάνει και γλωσσάρι της ναντσάτ στο τέλος. Είναι δύσκολο να φανταστώ πόσο απαιτητική ήταν αυτή η δουλειά και θαυμάζω απεριόριστα το έργο του μεταφραστή. Στο παρακάτω απόσπασμα μπορείτε να πάρετε μια γεύση από το μυθιστόρημα:
«Λοιπόν, τι κάνουμε; Ε;
Ήμασταν εγώ, ο Άλεξ δηλαδή, και οι τρεις ντρούγκηδές μου, που πα να πει ο Πιτ, ο Τζόρτζι και ο χαζο-Ντιμ. Καθόμασταν στο Γαλατομπάρ Κορόβα και στύβαμε τα ρασουντόκια μας, ψάχνοντας να βρούμε κάτι να κάνουμε το βράδυ. Ήταν ένα φλιπάτο, σκοτεινό και κρύο χειμωνιάτικο απόβραδο, αν και ευτυχώς δεν έβρεχε. Το Γαλατομπάρ Κορόβα ήταν ένα μέστο από εκείνα που σέρβιραν γάλα-συν. Και μπορεί εσείς, ω αδελφοί μου, να έχετε ξεχάσει πια πώς ήταν εκείνα τα μέστα, μια που τα πράγματα αλλάζουν τόσο σκόρικα σήμερα και όλοι βιάζονται να ξεχάσουν, άσε που ούτε εφημερίδες δε διαβάζουν πια. Τέλος πάντων, αυτό που πουλούσαν εκεί μέσα ήταν γάλα συν κάτι άλλο. Δεν είχαν άδεια για αλκοόλ, αλλά τον καιρό εκείνο κανένας νόμος δεν απαγόρευε να σπρώχνει κανείς μερικά από εκείνα τα καινούρια βέσκια που έβαζαν μέσα στο παλιό, καλό μολόκο. Κι έτσι μπορούσες να πιτάρεις το μολόκο σου με βελοσέτ ή σύνθεμεσκ ή ντρένκρομ ή κάνα δυο άλλα τέτοια βέσκια που θα σου χάριζαν ένα όμορφο, ήσυχο και σκέτο έργο τρόμου δεκαπεντάλεπτο, να βιντάρεις τον Μπογκ και Όλους τους Πανάγιους Αγγέλους Του να κάνουν το κομμάτι τους στο αριστερό σου σαμπόγκι, με φώτα να σκάνε ασταμάτητα μέσα στο μόζγκι σου. Ή, ακόμα, μπορούσες να πιτάρεις γάλα με ξυράφια, που το λέγαμε έτσι επειδή σε έκανε κοφτερό σαν ξυράφι, έτοιμο για λίγο βρόμικο είκοσι-εναντίον-ενός, και αυτό ακριβώς πιτάραμε κι εμείς εκείνο το βράδυ που ξεκινάει η ιστορία μου».
“I do not know of any other writer who has done as much with language as Mr. Burgess has done here… The fact that this is a very funny book may pass unnoticed”
William S. Burroughs
Anthony Burgess’s “A Clockwork Orange” is undeniably one of the greatest English-language novels written in the 20th century. This is a funny, philosophical and very enjoyable book about a smart, tough, charismatic teenager Alex, leader of a street gang, who preaches violence as a high art of life, as a kind of pleasure, but who at some point is arrested, imprisoned and soon becomes a guinea pig, since the innovative scientific methods of violence prevention will be tested on him. Can the world be saved from evil by depriving a man of the will to do things and turning him into a “clockwork orange”? This question of the writer to his readers is topical today, as it was yesterday.
But we will focus on another impressive element of this novel, which is the language in which it is written. The writer sought to create a book out of time, so he deliberately refused to use the slang of teenagers of the 50s and 60s: it would become outdated in a few years. The only way out was to invent something whole new from a linguistic point of view. And he succeeded. Nadsat is the language which Alex uses when talking to his friends, parents, victims and doctors.
The word nadsat comes from Russian: “nadsat” (“надцать”) is a transliteration of the Russian “teen”, and reflects that the language belongs to the youth subculture: the speakers of Nadsat are teenagers, and in the original novel, they call themselves “the Nadsats” (teenagers).
When creating the language, Burgess, who was not only a writer, but also a linguist, focused on its lexical level, preserving the grammar of the English language. In total, 241 invented words and expressions can be distinguished in the text of the novel, 187 of which are of Russian origin, for example: droog (friend), litso (face), viddy (see), pony (understand), slushat (listen), shoom (noise), zoobies (teeth), mesto (place), slovo (word), etc.
Nadsat zhuzhes up the protagonist and the characters that surround him. Compared to another fictional language, newspeak in Orwell’s 1984, it becomes clear that Burgess’s nadsat has another purpose. If newspeak was intended to create a linguistic image of totalitarianism, the function of nadsat is more specific: it represents the image of eternal youthful maximalism, looking for a way to boost self-esteem and to identify itself in the irrational world of adults.
Burgess was opposed to adding a glossary at the end of the book, because he felt that the reader should be tormented with this language. However, there is a list of the Nadsat words available on Wiktionary. It is hard to imagine how difficult may be the translation of this novel, and I feel great admiration for all the translators who did it successfully. You can get a glimpse of this creatively different novel in the following excerpt:
“What’s it going to be then, eh?
There was me, that is Alex, and my three droogs, that is Pete, Georgie, and Dim, Dim being really dim, and we sat in the Korova Milkbar making up our rassoodocks what to do with the evening, a flip dark chill winter bastard though dry.
The Korova Milkbar was a milk-plus mesto, and you may, O my brothers, have forgotten what these mestos were like, things changing so skorry these days and everybody very quick to forget, newspapers not being read much neither. Well, what they sold there was milk plus something else. They had no licence for selling liquor, but there was no law yet against prodding some of the new veshches which they used to put into the old moloko, so you could peet it with vellocet or synthemesc or drencrom or one or two other veshches which would give you a nice quiet horrorshow fifteen minutes admiring Bog and All His Holy Angels and Saints in your left shoe with lights bursting all over your mozg.
Or you could peet milk with knives in it, as we used to say, and this would sharpen you up and make you ready for a bit of dirty twenty-to-one, and that was what we were peeting this evening I’m starting off the story with”.
«Я не знаю другого автора, который смог бы столького добиться в языке… тот факт, что это еще и очень забавная книга, может остаться незамеченным»
Уильям Берроуз
«Заводной апельсин» Антони Берджесса, возможно, является одним из самых значительных англоязычных романов, написанных в 20 веке. Это сатирическая, философская и приятная книга об умном, жестоком, харизматичном подростке Алексе, лидере уличной банды, проповедующем насилие как высокое искусство жизни, как вид удовольствия, которого в какой-то момент арестовывают, сажают в тюрьму, и вскоре он становится подопытным кроликом, поскольку на нем будут опробованы инновационные научные методы предотвращения насилия. Можно ли спасти мир от зла, лишая человека воли совершать поступки и превращая его в «заводной апельсин»? Этот вопрос писателя к его читателям актуален сегодня, как и вчера.
Но мы сосредоточимся на другом впечатляющем элементе этого романа, а именно на языке, на котором он написан. Автор пытался создать книгу вне времени, поэтому намеренно отказался от подросткового сленга 1950-х и 1960-х годов: через несколько лет он устарел бы. Единственным выходом было придумать что-то качественно новое с лингвистической точки зрения. И ему это удалось. Надсат – это язык, на котором Алекс разговаривает со своими друзьями, родителями, жертвами и врачами.
Название происходит от русского «надцать» и отражает принадлежность языка к молодежной субкультуре: носители надсата – подростки, а в оригинальном тексте романа они называют себя «nadsats» – надсатами.
При создании языка Берджесс, который был не только писателем, но и лингвистом, уделил особое внимание его лексическому уровню, сохранив при этом грамматическую систему английского языка. Всего в тексте романа можно выделить 241 придуманное слово и выражение, 187 из которых русского происхождения, например: droog (друг), litso (лицо), viddy (видеть), pony (понимать), slushat (слышать), shoom (шум), zoobies (зубы), mesto (место), slovo (слово) и т.д.
Надсат дополняет образ главного героя и персонажей романа, которые его окружают. По сравнению с другим вымышленным языком, новоязом Оруэлла в «1984», становится ясно, что надсат Берджесса имеет другую цель. Если новояз был призван создать лингвистический образ тоталитаризма, то функция надсата более специфична: он передает образ вечного юношеского максимализма, ищущего способ самоутвердиться и самоидентифицироваться в абсурдном мире взрослых.
Берджесс был категорически против добавления глоссария в конце книги, поскольку считал, что читатель должен помучиться с этим языком. Мне очень трудно представить, насколько сложным может быть перевод этого романа, и я испытываю огромное восхищение перед переводчиками Владимиром Бошняком и Евгением Синельщиковым, которые сохранили в переводах этого произведения его уникальность. Привожу отрывок из романа (перевод В. Бошняк):
«– Ну, что же теперь, а?
Компания такая: я, то есть Алекс, и три моих druga, то есть Пит, Джорджик и Тём, причем Тём был и в самом деле парень темный, в смысле glupyi, а сидели мы в молочном баре «Korova», шевеля mozgoi насчет того, куда бы убить вечер – подлый такой, холодный и сумрачный зимний вечер, хотя и сухой. Молочный бар «Korova» – это было zavedenije, где давали «молоко-плюс», хотя вы-то, бллин, небось уже и запамятовали, что это было за zavedenije: конечно, нынче ведь все так скоро меняется, забывается прямо на глазах, всем plevatt, даже газет нынче толком никто не читает. В общем, подавали там «молоко-плюс» – то есть молоко плюс кое-какая добавка. Разрешения на торговлю спиртным у них не было, но против того, чтобы подмешивать кое-что из новых shtutshek в доброе старое молоко, закона еще не было, и можно было pitt его с велосетом, дренкромом, а то и еще кое с чем из shtutshek, от которых идет тихий baldiozh и ты минут пятнадцать чувствуешь, что сам господь бог со всем его святым воинством сидит у тебя в левом ботинке, а сквозь mozg проскакивают искры и фейерверки. Еще можно было pitt «молоко с ножами», как это у нас называлось, от него шел tortsh и хотелось dratsing, хотелось gasitt кого-нибудь по полной программе, одного всей kodloi, а в тот вечер, с которого я начал свой рассказ, мы как раз это самое и пили».
0 σχόλια